- γηγενής
- -ές (AM γηγενής, -ές)ο αυτόχθονας, αυτός που έχει γεννηθεί σ' έναν τόπονεοελλ.1. αναφέρεται σ' ένα ζωικό ή φυτικό ιθαγενές είδος μιας συγκεκριμένης περιοχής2. ως ουσ. οι γηγενείςοι αυτόχθονες σε αντίθεση με τους πρόσφυγες και τους ξένους3. φρ. «γηγενές αέριο» — φυσικό αέριοαρχ.-μσν.ως ουσ.1. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αγγέλους)2. οι πρωτόπλαστοι, ο Αδάμ και η Εύα -αρχ.1. (για μυθικά πρόσωπα) αυτός που γεννήθηκε ή ξεφύτρωσε απευθείας από τη Γη2. (για τους Γίγαντες και τους Τιτάνες) εκείνος που γεννήθηκε από τη θεά Γαία -3. (για φυτά ή τμήματά τους) εκείνος που αναπτύσσεται μέσα στο χώμα4. (για το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή) γήινος, υλικός5. (για πράγματα) τεράστιος, τιτανικός6. αγροίκος, άξεστος7. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) oἱ γη-γενεῑςοι νεκροί.[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -γενής < γένος].
Dictionary of Greek. 2013.